αμάτωτος

αμάτωτος
η , ο не окровавленный, без крови

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αμάτωτος" в других словарях:

  • αμάτωτος — η, ο αυτός που δε ματώθηκε, αναίμακτος: Έγινε καβγάς, αλλά ήταν αμάτωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμάτωτος — η, ο [ματώνω] 1. αυτός που δεν μάτωσε, δεν έχυσε αίμα 2. αυτός που δεν ματώθηκε, δεν λερώθηκε με αίμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»